- περισοφίζομαι
- Ααπατώ, εξαπατώ κάποιον («οἴμοι, τάλας, οἷόν σε περισοφίζεται», Αριστοφ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < περι-* + σοφίζομαι «επινοώ κάτι με πανουργία, μηχανεύομαι»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
περισοφίζεται — περισοφίζομαι overreach pres ind mp 3rd sg περισοφίζομαι overreach pres ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)